Σάββατο 14 Μαΐου 2011

μία συνηθισμένη μπαρότσαρκα


...και είχα όρεξη για μπαρότσαρκα.
    Το προηγούμενο βράδυ είχε πανσέληνο και είχα πάρει την δόση σελήνης που χρειαζόμουν. Άρα είχα κέφια. Η άνοιξη ήταν προ των πυλών και οι ορμόνες τον θνητών, πάσης φύσεως, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, πήραν τον δρόμο τους για να χτυπήσουν κόκκινα. Εγώ, λόγο εμπειρίας και επειδή ήμουνα γερόλυκος με αρκετά ράμματα στην γούνα μου, ήμουν επαρκώς επιφυλακτικός και προετοιμασμένος. Γιατί, αν οι ορμόνες τον κοινόν θνητών βαράνε μία φορά κόκκινα, τον λυκανθρώπων βαράνε δέκα. Σαν να λέμε δηλαδή, ότι το σκηνικό ήταν έτοιμο και στημένο για μία μπαρότσαρκα που σέβεται τον εαυτό της.
    Και έτσι έγινε. Από το ένα μπαρ στο άλλο, με τον περιορισμό ότι σε κάθε μπαρ θα πίνω μόνο μία μπύρα, ίσος και ένα σφηνάκι ουίσκι, αν είχε πλάκα. Και μετά τον μπούλο και στο επόμενο μπαρ για ακόμα μία μπύρα. 
Το σχέδιο καλά κρατούσε και καλά περνούσα, μέχρι... που η ευαίσθητη μύτη μου εντόπισε την μυρωδιά του κινδύνου!!! Fuck!!! Μου χρειάστηκε λίγη ώρα για να καταφέρω να κοντρολάρω τον λύκο να μην πεταχτεί και χιμήξει όπου να'ναι... Στάθηκα στην άκρη και βάλθηκα να πίσω τον εαυτό μου να μείνει ψύχραιμος. Οκ! το είχα!!! Θα κάνω πώς όλα είναι cool...
Παράγγειλα την μπύρα μου και άναψα τσιγάρο. Θα έπινα και θα κάπνιζα, ακούγοντας την ψιλοβαρετή μουσική που έπαιζε το μαγαζί και παρακολουθώντας τους θαμώνες του. Αγαπημένο σπορ από το μικράτα μου. Το θέμα ήταν πώς η λυκίσια μου πλευρά, παρόλο που ήταν ήρεμη, ήταν σε εγρήγορση, που αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι περισσότερα πράματα από ότι θα ήθελα. Σαν να λέμε ότι οι “κεραίες μου” ήταν υπερευαίσθητες. Και οι ευαίσθητες “κεραίες” δεν βοηθάνε στο να χαλαρώσεις.
    Έτσι κατάλαβα ότι δίπλα μου καθόταν μία νυχτερίδα. Νυχτεριδάνθρωπος δηλαδή. Κοινός, βαμπίρ. Αλλά μην πιστεύετε τις αμερικανιές. Τα βαμπίρ είναι μια χαρά παιδιά. Και ούτε είναι εχθροί από παλιά με τους λυκανθρώπους. Μια χαρά τα πήγαιναν πάντα και καλές σχέσεις είχαν. Απλά άμα τύχει και αρχίσουν να μαλώνουν και είσαι κοντά, καλύτερα φύγε ή κρύψουν και καλού κακού φόρα κράνος γιατί ποτέ δεν ξέρεις. 
H νυχτερίδα δίπλα μου με πήρε χαμπάρι μάλλον και γυρίζει προς το μέρος μου λέγοντας
...Ωραία η πανσέληνος χθες, ε?
...Σούπερ, του απάντησα, ξέροντας ότι και τα βαμπίρ έχουν αδυναμία στο φεγγάρι.
...Να κεράσω κάνα ντουμανάκι λύκε, με ρωτάει χαμογελώντας φιλικά.
...Οκ! Γιατί όχι ρε νυχτερίδα, απαντάω.
Σηκώνει το χέρι του λες και πάει να πιάσει κάτι στο ταβάνι και ζουπ, από το πουθενά, περνάει μια νυχτερίδα και του αφήνει ένα διφυλλάκι στην παλάμη.
...Χα! γέλασα, ντιλίβερι ντίλι ρε κουμπάρε?
...Όχι ρε΄συ. Ένας φίλος και σύντροφος με εξυπηρετεί απλός, απαντάει και το σκάει...
...Γεια μας λύκο! λέει
...Γεια μας βαμπιράκο! απαντάω
...Και ποιος θα μας σώσει από τους σκορπιούς ρε φίλε? λέει και αρχίζει να γελάει αφήνοντας να φανούν τα δύο μυτερά δοντάκια του.
...Ποιούς σκορπιούς ρε φίλε?
...Αχούχα! μου κάνει. Πίσω σου έχεις δύο σκορπίνες που έχουν περικυκλώσει ένα λυκόπουλο.
...Τι? Σκορπίνες? Λυκόπουλο? απορώ με φωνή σχεδόν πανικοβλημένη.
    Οι άνθρωποι σκορπιοί, νόμιζα ότι σχεδόν είχαν εξαφανιστεί. Την αρχαιότητα στην Σουμερία τους είχαν για να φυλάν εισόδους, σε ναούς και παλάτια αλλά κυρίως σε μέρη που δεν έπρεπε να μπει κανείς ή που ήταν κρυφά. Ήταν πολύ καλοί στο να το κάνουν αυτό. Απλά έπρεπε να τους πείσεις ότι αυτό που κάνουν είναι για ιερό σκοπό. Αλλιώς δεν ασχολιόταν καν. Από τότε όμως που ανακαλύφθηκαν οι κλειδαριές και οι συναγερμοί, οι σκορπιοί άρχισαν να αραιώνουν. Δεν ήταν ούτε καλά παιδιά αλλά ούτε μαλάκες... Ήταν κάτι ιδιαίτερο. Σχεδόν ακίνδυνοι αν δεν τους πείραζες ή αν δεν σε είχαν βάλει στο μάτι. Αλλά αν έκανες το λάθος να κάνεις κάτι από τα παραπάνω, τότε την είχες βαμμένη.
    Γυρνάω και τι να δω. Όντος πίσω μου καθόταν ένα λυκόπουλο-άνθρωπος και νόμιζε ότι παίζει με τις δύο σκορπίνες που το είχαν βάλει στην μέση. Το χειρότερο όμως για μένα ήταν ότι οι σκορπιοί ήταν δύο. Το χειρότερο για το λυκόπουλο ήταν πως δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι κινδυνεύει. Το χειρότερο για τον νυχτερίδα ήταν ότι τελειώνει το ντουμανάκι και το χειρότερο για τις σκορπίνες ήταν ότι το λυκόπουλο έπρεπε να το μοιραστούν. 
'Έλα που έχω αδυναμία στα λυκόπουλα. Λογικό ε;
Όμως, τι κάνει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις; Ή κάνει την πάπια ή κάνει τον λύκο και χιμαέι.
Η επιλογή που θα έκανα ήταν σαφής.
...Νυχτερίδα! Πάω να τον σώσω, λέω στο παρεάκι μου.
...Χα χα, γελάει, πρόσεχε, δαγκώνουν.
...Και εγώ δαγκώνω, του απαντάω και πηγαίνω προς το τρίο.
Πλησιάζοντας, η μία σκορπίνα με καταλαβαίνει.
...Βρε βρε. Ένας γέρος λύκος, μου πετάει. Πως και από εδώ; με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια.
Με αυτό τις το βλέμμα, μου κόπηκαν τα πόδια. Με τέτοιες ματιές σε παγιδεύουν οι σκορπιοί. Αυτή πίστευε πως και εγώ ήμουν ένα υποψήφιο θύμα. Απλά ήμουν γερόλυκος και δεν ήμουν για τα δόντια της. 
...Αν ο μικρός πάθει τίποτα θα έχεις να κάνεις μαζί μου φιλενάδα, της λέω απότομα.
...Σιγά ρε φίλε!!! Τι αγρίεμα είναι τούτο; απαντάει.
...Θα τις κλάσεις τα αρχίδια ρε κόπρε, χώνετε η φιλενάδα της.
Ακούγετε ένα σφύριγμα από το μπαρ που την κάνει να κοιτάξει κατά εκεί.
Ήταν η νυχτερίδα που σήκωνε το ποτό της κάνοντας “γεια μας” αλλά εννοώντας “τον νου σου σκορπίνα, είμαι και εγώ εδώ”
Όλα ήταν έτοιμα στο μπαρ για να γίνει της πουτάνας.
...Τι έγινε ρε παιδιά; πετάγεται το λυκόπουλο, τι τρέχει; συμπληρώνει.
...Τίποτα ρε φιλαράκι, του λέω, να! κάτι εκκρεμότητες από παλιά.
...Ναι! Κάτι από παλιά αγάπη μου, του λέει η σκορπίνα μου.
Η φιλενάδα της τον πιάνει από το μπράτσο και του λέει...
...Έλα, πάμε να με κεράσεις κάνα σφηνάκι, και απομακρύνονται.
Σώθηκε το μαγαζί, γιατί λίγο κόντεψε να γκρεμιστεί συθέμελα. Φανταστείτε έναν λυκάνθρωπο, ένα βαμπίρ και δύο σκορπιοανθρώπους να πλακώνονται. Δεν μένει τίποτα όρθιο.
...Λοιπόν; με ρωτάει.
...Αγάπη μου; την ρωτάω.
...Ναι! απαντάει.
...Μην τον χαλάσεις μόνο. Έχω αδυναμία στα λυκόπουλα. Λέω.
...Αντέχει, αποκρίνεται.
...Οκ τότε. Αν τον αγαπάς όντος, ξεζούμισε τον, λέω και απομακρύνομαι.
...Ε! Γερόλυκε! μου φωνάζει!
...Τι θες; γυρνάω.
...Τα λέμε!
...Τα λέμε! απαντάω και φεύγω.
Όσο γερνάω, τόσο μαθαίνω, είπα από μέσα μου και γύρισα στη Νυχτερίδα.
...Πάμε να σε κεράσω κάνα ποτό άλλου; την ρωτάω.
...Φύγαμε, μου απαντάει.
Και φύγαμε.
    Ήμουν πλέον ελαφρύς. Συνήθως όταν την λες σε σκορπιούς, ιδικά όταν είναι δύο μαζί, δεν το σκέφτονται και σου την πέφτουν για ξεπάστρεμα. Η φύση τους είναι τέτοια αλλά αυτές δεν το κάνανε. Άρα, γερασμένος ξε-γερασμένος, ακόμα με υπολογίζουν. Ακόμα περνάει η μπογιά μου. Δεν είμαι ακόμα για πέταμα...
Ένα μεγάλο βάρος είχα αφήσει πίσω μου, μέσα σε εκείνο το μπαρ.
...είμαι ακόμα ζωντανός... 

1 σχόλιο: