Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

μία γύρα τραγέλαφο παρακαλώ


...μου το λέγανε και δεν το πίστευα...
Μέχρι που πήγα και το διαπίστωσα και μόνος...

Φαινομενικά το μπαρ αυτό ήταν απλό και συνηθισμένο λόου μπάτζετ μαγαζί ξιδοποσίας. Μακρόστενο, μόνο με μπάρα και χωρίς τραπέζια. Ένας ευγενέστατος μπάρμαν σε εξυπηρετούσε. Με αριστοκρατικούς τρόπους σου σέρβιρε το ποτό σου και μέχρι εκεί όλα ήταν φυσιολογίκα. Αυτό όμως που έκανε ιδιαίτερο αυτό το μαγαζί ήταν πως μπορούσες να παραγγείλεις και "τραγέλαφο" με την γεύση της αρεσκείας σου.

Όταν ο τραγέλαφος είχε παραγγελθεί τότε ο λόρδος μπάρμαν σου έφερνε ένα δίσκο, με μία επτάδα σφηνάκια που κάθε ένα είχε ένα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ήταν βαλμένα στη σειρά και σύμφωνα με το χρώμα τους, έτσι ώστε να σου επιβάλουν την σειρά που θα τα έπινες. Το πρώτο ήταν το μοβ, μετά το κυανό, μετά το πράσινο, το λαχανί, το κίτρινο, το πορτοκαλί και τέλος το κόκκινο. Με το που ακουμπόυσες στα χίλια σου το πρώτο και μοβ σφηνάκι, η κοπέλα του σέρβις, που ήταν ντυμένη μαρκησία, πρόσθετε ένα ακόμα σκαμπό δίπλα σε αυτό που καθόσουν. Στην συνέχεια και χωρίς να σου τραβήξει πολύ την προσοχή, στο σκαμπό πάνω ανέβαινε ένας πολύ λεπτός νάνος με φράτζα. Στην κυριολεξία ανέβενε. Δεν καθόταν. Στεκόταν όρθιος πάνω στο ψιλό σκαμπό τύπου μπαρ, με αποτέλεσμα, παρόλο που ήταν νάνος, να σε περνάει στο ύψος κάνα κεφάλι. 

Σιγά σιγά καθώς έπινες τα σφηνάκια με την σειρά, ο νάνος σου έπιανε την κουβέντα. Δεν σου έλεγε τίποτα πολύ ενδιαφέρον αλλά ούτε και κάτι πολύ βαρετό και κάθε τόσο αναρωτιόταν φωναχτά που σε ξέρει. Όταν είχες πιει το λαχανί σφηνάκι, είχες αρχίσει να τον βαριέστε και ετοιμαζόσουν για το κίτρινο, ο νάνος άρχιζε να σου λέει ξεκαρδιστικά αστεία. Πραγματικά ξεκαρδιστικά. Που και που και χωρίς να το πολυκαταλάβεις σε γαργαλούσε κιόλας, με αποτέλεσμα να γελάς πολύ μαζί του. Δεν ήταν ότι είχες μεθύσει ή κάτι τέτοιο. Ήσουν τελείως νηφάλιος. Ο νάνος όμως σε έκανε πραγματικά να γελάς. Και όχι με αυτό το υστερικό γέλιο. Σου έβγαζε ένα ειλικρινές και πηγαίο γέλιο. Ήταν ένα γέλιο που πραγματικά το ευχαριστιόσουν.

Όταν έπινες όμως το κόκκινο σφηνάκι που ήταν και το τελευταίο ο νάνος ξαφνικά και ευγενικά σε καληνυχτούσε και έφευγε...

Ήσουν πλέον μόνος. Πολύ μόνος. Ασχέτως αν είχες παρέα μαζί σου. Ένιωθες αφόρητα μόνος. Ήταν ένα απαίσιο συναίσθημα. Ένας λυγμός σιγά σιγά ανέβαινε από τον φάρυγγα σου και ήθελε επειγόντως να απελευθερωθεί. Ο γαλαζοαίματος μπάρμαν στεκόταν απέναντι σου, φέρον ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα ειρωνείας που σε έκανε να θέλεις να πλαντάξεις στο κλάμα αλλά ταυτόχρονα να ντρέπεστε να το κάνεις μπροστά του. Αναγκαστικά έτρεχες στο μπάνιο για να ξεσπάσεις σε λυγμούς γιατί δεν μπορούσες να τους κρατήσεις άλλο.

Οφείλω να ομολογήσω πως το μπάνιο ήταν πολύ καλά οργανωμένο για να ευχαριστηθείς ένα γαμάτο κλάμα. Ήταν πολύ καθαρό, με άνετα στασίδια, άφθονα μαντίλια και χαλαρό φωτισμό και με μουσική υπόκρουση το ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Είναι αλήθεια πως το ευχαριστιόσουν το κλάμα σου. 

Όταν γύριζες πλέον στην θέση σου πίσω στο μπαρ, στην θέση του νάνου καθόταν νοσοκόμα με φωτοστέφανο και με ύφος γεμάτο κατανόηση. Η στολή της είχε πολύ παχιές και μαλακές βάτες ουτοσόστε να μπορείς να ακουμπήσεις και να κλάψεις στον ώμο της με την άνεση σου. Το κυρίως κλάμα το είχες κάνει στο μπάνιο. Αλλά αν χρειαζόσουν λίγο ακόμα ή απλά έναν αναστεναγμό ή ένα μιξολιγμό, ο ώμος της νοσοκόμας ήταν στην διάθεση σου καθώς και το μεγάλο ρεπερτόριο της σε παρηγορητικές και ηρεμιστικές ατάκες. 

Μετά από όλο αυτό, ο μπάρμαν κερνούσε ένα σκέτο καφεδάκι της παρηγοριάς με σοκολατένια ελίτσα στο γαρνίρισμα και ένα σφηνάκι κονιάκ. Μέτα σκεφτόσουν σοβαρά να πάρεις άλλη μια γύρα τραγέλαφου...

Η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα, ήταν εξαιρετικά εκτονωτικό και χαλαρωτικό. Ένιωθες πλέον ανάλαφρος. Ήταν εντυπωσιακά ωραία...
Ήταν τόσο ωραία που υπήρχε σοβαρός κίνδυνος εθισμού στον "τραγέλαφο".  Μία γνωστή ενός φίλου μου, έχει πλέον σοβαρό πρόβλημα με αυτό. Αφού πρώτα έχασε τη δουλεία της, την χώρισε ο άντρας της και της κάνανε έξωση μπήκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης και ελπίζουμε να πάνε όλα καλά.

Εγώ όμως το ελέγχω... δεν έχω πρόβλημα...

Πάμε μια γύρα;

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ο χρόνος είναι κρίμα


...αυτή τη στιγμή... τώρα... κάποιος κάπου γεννιέται και κάποιος άλλος παθένει.

Σίγουρα κάποιος κοιμάται, κάποιος ξυπνάει, κάποιος νυστάζει, κάποιος ρωτάει, κάποιος σκέφτεται, κάποιος κλάνει, κάποιος πίνει καφέ, κάποιος δεν πίνει τίποτα, κάποιος πεινάει, κάποιος πονάει, κάποιος κλαίει, κάποιος φοβάται για την ζωή του, κάποιος ερωτεύεται, κάποιος μαλώνει, κάποιος δέρνει κάποιον άλλο, κάποιος περιμένει, κάποιος έχει οργασμό, κάποιος τρώει χυλόπιτα, κάποιος χορεύει, κάποιος σπάει το χέρι του, κάποιος γράφει και κάποιος διαβάζει αυτό το άνευ ουσίας κείμενο...

...και όλα αυτά γίνονται τώρα... αλλά το τώρα μόλις πέρασε και έγινε πριν... αλλά τώρα κάποιοι άλλοι ξανακάνουν τα ίδια κάπου αλλού... και μόλις γίνανε... άρα γίνανε πριν.. και θα ξαναγίνουν μετά... δηλαδή τώρα... πρίν...μετά... και πάλι τώρα...

Άραγε μπορείς να έντοπίσεις το τώρα;...
Μόνο για να γράψεις ή να διαβάσεις την λέξη τώρα χριάζετε κάποιος χρόνος. Διλαδή κάποια "τώρα"... δηλαδή ένα πριν, ένα τώρα και ένα μετά... Σαν να λέμε πώς το πρίν, το τώρα και το μετά είναι το ίδιο και το αυτό... Ναι, αλλά δεν είναι ίδια. Έχουν μία σαφή διαφορά... Μπέρδεμα...

...οκ... δεν λέω κάτι καινούριο. Δηλαδή το ότι ο χρόνος είναι σχετικός... αλλά εγώ είμαι άσχετος... και όλο αυτό το πρίν-τώρα-μετά με τρομάζει... ποτέ δεν σταματάει και ποτέ δεν ξέρω τι θα γίνει μετά... δηλαδή τώρα... δηλαδή πρίν... Και πάλι κάτι έγινε... Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα;

....

...και μετά;

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

...σατανάς φάση!


...ο σατανάς με είχε βάλει στο μάτι... ήταν δεδομένο...

   Βέβαια κανείς δεν με πίστευε όσο και αν προσπαθούσα να τους πείσω. Όχι ότι αν τους έπειθα θα άλλαζε τίποτα, απλά δεν θα μου τα πρήζανε όταν με βλέπανε κομάτια. Ταλεποριόμουνα είναι η αλήθεια. Και κανείς δεν με πίστευε. Ερχόταν ο κουφάλας ο σατανάς μόλις ξάπλωνα να κοιμηθώ και πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου, τσουπ, έσκαγε μύτη ο Βελζεβούλ για χαβαλέ. Κάθε φορά με άλλο κοστουμάκι από την γκαρνταρόμπα του. Άλλες φορές με κέρατα, δόντια και τα ρέστα, άλλοτε μίνιμαλ και σχεδόν τσιτσίδι, καμιά φορά τελείως αόρατος και πότε πότε σαν γδαρμένος θνιτός να στάζει αίμα. Γενικότερα όμως είχε αρκετά μεγάλη γκάμα εμφανίσεων και τεράστιο ρεπερτόριο. Κάθε φορά άλλο κονσεπτάκι για να με κάνει να χεστώ από τον φόβο μου. Και ήταν ο πούστης τελείως τρομοκρατικός. Η δουλειά του ήταν άλλωστε και την έκανε πολύ καλά. Επαγγελματίας,  όχι αστεία.

    Τα νεύρα μου ήταν τσατάλια και το ηθικό μου να σέρνεται στην λάσπη. Το χειρότερο όμως ήταν ότι δεν ήξερα τι σκατά ήθελε από μένα. Οκ ρε φίλε! Τι θες τώρα; Την ψυχή μου; Την ζωή μου; Κάποια εξυπηρέτηση; Έναν καινούριο οπαδό; Τι; Δεν μου έλεγε ο μαλάκας. Απλά με τρομοκρατούσε. Ίσως απλά να τον ψυχαγωγούσε το να μου κάνει τα νεύρα κρόσσια. Να ήμουν γι αυτόν κάτι σαν λούνα παρκ ή σαν παιδική χαρά. Όπως και να έχει πάντως, άκρη δεν έβγαζα με την πάρτη του και δεν θα το άντεχα πολύ ακόμα. Δεν τολμούσα να πέσω στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα να μένω άυπνος για όσο άντεχα και όταν άθελα μου με έπαιρνε ο ύπνος, να τον πάλι τον όξαποδώ. Με πλήρη εξάρτιση και μεταμορφώνοντας τον χώρο γύρο ολούθε με ότι ποιο εφιαλτικό είχε εκείνη την στιγμή στην διάθεση του. Δηλαδή έλεος! Πόσο να αντέξω ο δόλιος;

Και πήρα απόφαση να λάβω τα μέτρα μου.

   Σαν γνήσιος άθεος, το πρώτο πράμα που έκανα ήταν να πάω σε ψυχολόγο. Ο πρώτος ψυχ εκτός από το ότι μου πήρε ένα κάρο λεφτά δεν μου έκανε και τίποτα. Μόνο κάτι κουκουβάουνες μου είπε που δεν πολύ-είχαν σχέση. Ο δεύτερος επέμενε να μπουκοθώ ένα κάρο χάπια, που σιγά μην τα έπαιρνα, και ο τρίτος απλά άκουγε χωρίς να λέει τίποτα, που ίσως να τον έπαιρνε και ο ύπνος λιγουλάκι. Τζάμπα τα λεφτά ήταν όλοι τους. Άκυροι οι ψιχολόγοι-ψιχαναλιτές και ο διαβολάκος εκεί, να κάνει πάρτι με την πάρτη μου και να καλεί και φρικιαστικούς φίλους και συνεργάτες του να κάνουν χαβαλέ με τις τσιρίδες απόγνωσης μου. Έπρεπε να αλλάξω τακτική γιατί είχα αρχίσει να τα παίζω. 

   Και επειδή ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνετε, πήγα και εγώ σε εκκλησία. Τι να έκανα; Όχι, ελάτε και στην θέση μου. Είχα αρχίσει να λαλώ. Άρχισα να πιστεύω το ότι ίσως υπάρχει ο θεούλης και το ότι ήμουν άπιστος ήταν κάτι σαν πρόσκληση για τον κερατά από τα τάρταρα. Φρίκαρε ο παπάς όταν του είπα περί τίνος πρόκειται. Και άρχισε... τι σταυρούς μου κρέμασε στο λαιμό, τι τίμια ξύλα, τι φυλαχτά αγίων και οσίων, τι με αγιασμούς με ράντισε, τι μπλα μπλα και ψάλσιμο μου είπε, τι νιστίες με έβαλε να κάνω, τι προσευχές να πω, τι εξορκισμούς.... όλα τα έκανα, ότι μου είπε. Για πολύ καιρό την είχα δει ευλαβικός ορθόδοξος. Πίπες... τίποτα... Ο σατανάς εκεί. Στο στέντ μπάι πότε θα με πάρει ο ύπνος. Τα παράτησα από την ορθοδοξία και πριν εγκαταλείψω τελείως την θρησκευτική οδό, έκανα και μία βόλτα από καθολικισμό και προτεσταντισμό. Διάβασα και το κοράνι, πήγα και σε μία συνάντηση αυτών τον χαρε-κρίσνα με τα πορτοκάλι που κάνουν τους χαζοχαρούμενους σαλτιμπάγκους εδώ κι εκεί. Τζίφος. Μάπα το καρπούζι. Θρησκευόμενος ή άθεος, ο δαίμων εκεί, απίκο.

   Η απόγνωση μου είχε χτυπήσει κόκκινα. Θα του κάνω μήνυση του μπινέ, είπα και πήγα σε δικηγόρο. Όπως καταλαβαίνει κανείς, το είχα χάσει τελείως. Και ο δικηγόρος τα έχασε τελείως μόλις κατάλαβε σε ποιόν και γιατί θέλω να κάνω μήνυση. Λίγο έλειψε να φύγω από το γραφείο του μέσα σε ζουρλομανδύα. Στο τσακ την γλίτωσα και εδώ που τα λέμε είχε και τα δίκια του ο άνθρωπος. Αν και νομίζω ότι αν αναλάμβανε την υπόθεση μου θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός. Τέσπα, ξιά του.

   Το μόνο που μου είχε μείνει ήταν να το ρίξω στην πρέζα. Τουλάχιστον να γουστάρω φρίκη. Οικονομικά καλά ήμουν τότε, ψάχτηκα και λίγο καλλίτερα για να μην μου πασάρουν και κάνα στόκο για ζουζού... με αυτά και τα άλλα... έγινα. Με το ένα, με το δύο, με το τρία, βουρ στον πατσά και βάζω πλώρη για τον ροζ εφιάλτη της πρέζας. Από τους χρόνιους εφιάλτες του ορίτζιναλ σατανά, καλήτερα. Το λοιπόν, κάνω τι κάνω, μιμούμενος τα τζάνκια από τις ταινίες, αλλά δεν καταλαβαίνω κάτι από μαστούρα. Μάπα πράμα μου πουλήσαμε τα κολοπρεζόνια, είπα. Σκατά! Πρέπει να τραβιέμαι πάλι ρε γαμώτο, σκεφτικά και άραξα για λίγο στον καναπέ. Χωρίς να το θέλω όμως ο ύπνος ήρθε ύπουλα και με πήρε στην αγκαλιά του, γιατί ήμουν και τρις μέρες άυπνος. Και όπως πάντα ήρθε και ο κολασμένος επισκέπτης. Αλλά κάτι είχε αλλάξει αυτή την φορά. Ήταν κουλ. Ούτε φωτιές, ούτε σκισμένες σάρκες, ούτε αίματα, ούτε τσιρίδες, ούτε τίποτα τέτιο. Μόνο ένα παγκάκι και ο σατανούλης πάνω του να βγάζει ντάγκλες. Άλλο και τούτο, είπα. Μην τα πολυλογώ, τον άφησα στην ησυχία του, μια που με άφηνε και αυτός στην δικιά μου, να ευχαριστηθώ τον υπνάκο μου που είχα πάρα μα πάρα πολύ καιρό να το κάνω.

   Την επόμενη μέρα, φρέσκος και χορτάτος από ύπνο, έκατσα να σκεφτώ τι σκατά έγινε. Άλλαξε κάτι με τον διάβολο και τι; Ή απλός είχα γίνει εθισμένο τζάνκι με την μία και έτσι γίνεται με τα τζάνκια. Απορούσα. Θα δείξει, είπα και ξεκίνησα την μέρα μου εντυπωσιακά φρέσκος. Εκείνη την μέρα έκανα ότι ήταν να κάνω και με το παραπάνω, έκανα και βόλτες, είχα και κέφια, μια χαρά δηλαδή. Έφτασε αργά το βράδυ και είχα ξαναρχίσει να νυστάζω. Εκεί με έπιασε πάλι το άνχος. Και με τον βελζεβούλ; Τι γίνεται; Με τα κέφια που είχα, είχα ξεχάσει τελείως να βρω πρέζα. Θα έπεφτα για ύπνο ξεπρέζοτος; Ρίσκο. Αλλά στο κάτω κάτω δεν ήμουν καν σίγουρος ότι αυτή έκανε την δουλειά. Δεν έμενε τίποτα άλλο από το να το διαπιστώσω στην πράξη και πήρα το ρίσκο να πέσω για ύπνο έτσι.

   Κοιμόμουν πλέων και ο διαβολάκος πάλι εκεί. Και το παγκάκι εκεί. Ούτε τσιρίδες, ούτε φρίκες και ο διάβολος κάπως κομμένος και καθόλου εντυπωσιακός όπως άλλοτε. Με το που με είδε, σηκώθηκε από παγκάκι και ήρθε κατά πάνω μου τρεκλίζοντας. 
  - Φιλαράκι, μου λέει, μήπως σου περισσεύει κάνα ευρό;

   Πλέον κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια και οι μεσημεριανές μου σιέστες είναι απολαυστικές. Δεν είχα ξανά καμία επαφή με την ηρωίνη και τα όνειρα μου είναι κούλ. Που και που έχω και από κανέναν εφιάλτη. Αλλά φισιολογικό. Από εκείνους που βλέπεις ότι η γκόμενα σου σε κερατώνει με τον κουμπάρο ή που δεν κλείνει η εξώπορτα ενώ έξω είναι ο σπαστικός πλασιέ ή που χάνεσαι σε λαβυρίνθους μέχρι να ξυπνήσεις.

   Γενικά εγώ καλά είμαι πλέον και από ότι μαθαίνω και ο Βελζεβούλ καλά είναι από τότε που μπήκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

περιμένοντας την αναγένηση...


...ναζιστικά πογκρόμ, θρησκόπληκτοι φανατικοί, φύλακες της τάξης που σε σκοτώνουν στο ξύλο, κάγκαλοι που αγωνίζονται για την σωτηρία σου, καθυστερημένοι της άριας φυλής, κυβερνήτες ηθοποιοί και ηθοποιοί κυβερνήτες, λατρεία θεών σε γήπεδα, εξάρτηση στον καναπέ, έχοντες και κατέχοντες αποψάρας, άτεκνοι εργατοπατέρες, σωτηρίες πάσης φύσεως, αγανακτισμένα πρεζόνια, σκοτινοί καιροί και δύσκολες ώρες, παρικμασμένη ανάπτυξη, δολοφόνοι μεταναστών και μετανάστες δολοφόνοι, επικίνδυνοι ιθαγενείς και εισαγόμενοι, καταστροφικές σκέψεις και ένας πλανήτης που λιώνει...

...και όλα αυτά για το καλό μου

...οι ιστορικοί του μέλλοντος θα ονομάσουν αυτήν την εποχή Δεύτερο Μεσαίωνα...

εγώ σας βαρέθηκα και περιμένω την αναγένηση... 

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

μία συνηθισμένη μπαρότσαρκα


...και είχα όρεξη για μπαρότσαρκα.
    Το προηγούμενο βράδυ είχε πανσέληνο και είχα πάρει την δόση σελήνης που χρειαζόμουν. Άρα είχα κέφια. Η άνοιξη ήταν προ των πυλών και οι ορμόνες τον θνητών, πάσης φύσεως, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, πήραν τον δρόμο τους για να χτυπήσουν κόκκινα. Εγώ, λόγο εμπειρίας και επειδή ήμουνα γερόλυκος με αρκετά ράμματα στην γούνα μου, ήμουν επαρκώς επιφυλακτικός και προετοιμασμένος. Γιατί, αν οι ορμόνες τον κοινόν θνητών βαράνε μία φορά κόκκινα, τον λυκανθρώπων βαράνε δέκα. Σαν να λέμε δηλαδή, ότι το σκηνικό ήταν έτοιμο και στημένο για μία μπαρότσαρκα που σέβεται τον εαυτό της.
    Και έτσι έγινε. Από το ένα μπαρ στο άλλο, με τον περιορισμό ότι σε κάθε μπαρ θα πίνω μόνο μία μπύρα, ίσος και ένα σφηνάκι ουίσκι, αν είχε πλάκα. Και μετά τον μπούλο και στο επόμενο μπαρ για ακόμα μία μπύρα. 
Το σχέδιο καλά κρατούσε και καλά περνούσα, μέχρι... που η ευαίσθητη μύτη μου εντόπισε την μυρωδιά του κινδύνου!!! Fuck!!! Μου χρειάστηκε λίγη ώρα για να καταφέρω να κοντρολάρω τον λύκο να μην πεταχτεί και χιμήξει όπου να'ναι... Στάθηκα στην άκρη και βάλθηκα να πίσω τον εαυτό μου να μείνει ψύχραιμος. Οκ! το είχα!!! Θα κάνω πώς όλα είναι cool...
Παράγγειλα την μπύρα μου και άναψα τσιγάρο. Θα έπινα και θα κάπνιζα, ακούγοντας την ψιλοβαρετή μουσική που έπαιζε το μαγαζί και παρακολουθώντας τους θαμώνες του. Αγαπημένο σπορ από το μικράτα μου. Το θέμα ήταν πώς η λυκίσια μου πλευρά, παρόλο που ήταν ήρεμη, ήταν σε εγρήγορση, που αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι περισσότερα πράματα από ότι θα ήθελα. Σαν να λέμε ότι οι “κεραίες μου” ήταν υπερευαίσθητες. Και οι ευαίσθητες “κεραίες” δεν βοηθάνε στο να χαλαρώσεις.
    Έτσι κατάλαβα ότι δίπλα μου καθόταν μία νυχτερίδα. Νυχτεριδάνθρωπος δηλαδή. Κοινός, βαμπίρ. Αλλά μην πιστεύετε τις αμερικανιές. Τα βαμπίρ είναι μια χαρά παιδιά. Και ούτε είναι εχθροί από παλιά με τους λυκανθρώπους. Μια χαρά τα πήγαιναν πάντα και καλές σχέσεις είχαν. Απλά άμα τύχει και αρχίσουν να μαλώνουν και είσαι κοντά, καλύτερα φύγε ή κρύψουν και καλού κακού φόρα κράνος γιατί ποτέ δεν ξέρεις. 
H νυχτερίδα δίπλα μου με πήρε χαμπάρι μάλλον και γυρίζει προς το μέρος μου λέγοντας
...Ωραία η πανσέληνος χθες, ε?
...Σούπερ, του απάντησα, ξέροντας ότι και τα βαμπίρ έχουν αδυναμία στο φεγγάρι.
...Να κεράσω κάνα ντουμανάκι λύκε, με ρωτάει χαμογελώντας φιλικά.
...Οκ! Γιατί όχι ρε νυχτερίδα, απαντάω.
Σηκώνει το χέρι του λες και πάει να πιάσει κάτι στο ταβάνι και ζουπ, από το πουθενά, περνάει μια νυχτερίδα και του αφήνει ένα διφυλλάκι στην παλάμη.
...Χα! γέλασα, ντιλίβερι ντίλι ρε κουμπάρε?
...Όχι ρε΄συ. Ένας φίλος και σύντροφος με εξυπηρετεί απλός, απαντάει και το σκάει...
...Γεια μας λύκο! λέει
...Γεια μας βαμπιράκο! απαντάω
...Και ποιος θα μας σώσει από τους σκορπιούς ρε φίλε? λέει και αρχίζει να γελάει αφήνοντας να φανούν τα δύο μυτερά δοντάκια του.
...Ποιούς σκορπιούς ρε φίλε?
...Αχούχα! μου κάνει. Πίσω σου έχεις δύο σκορπίνες που έχουν περικυκλώσει ένα λυκόπουλο.
...Τι? Σκορπίνες? Λυκόπουλο? απορώ με φωνή σχεδόν πανικοβλημένη.
    Οι άνθρωποι σκορπιοί, νόμιζα ότι σχεδόν είχαν εξαφανιστεί. Την αρχαιότητα στην Σουμερία τους είχαν για να φυλάν εισόδους, σε ναούς και παλάτια αλλά κυρίως σε μέρη που δεν έπρεπε να μπει κανείς ή που ήταν κρυφά. Ήταν πολύ καλοί στο να το κάνουν αυτό. Απλά έπρεπε να τους πείσεις ότι αυτό που κάνουν είναι για ιερό σκοπό. Αλλιώς δεν ασχολιόταν καν. Από τότε όμως που ανακαλύφθηκαν οι κλειδαριές και οι συναγερμοί, οι σκορπιοί άρχισαν να αραιώνουν. Δεν ήταν ούτε καλά παιδιά αλλά ούτε μαλάκες... Ήταν κάτι ιδιαίτερο. Σχεδόν ακίνδυνοι αν δεν τους πείραζες ή αν δεν σε είχαν βάλει στο μάτι. Αλλά αν έκανες το λάθος να κάνεις κάτι από τα παραπάνω, τότε την είχες βαμμένη.
    Γυρνάω και τι να δω. Όντος πίσω μου καθόταν ένα λυκόπουλο-άνθρωπος και νόμιζε ότι παίζει με τις δύο σκορπίνες που το είχαν βάλει στην μέση. Το χειρότερο όμως για μένα ήταν ότι οι σκορπιοί ήταν δύο. Το χειρότερο για το λυκόπουλο ήταν πως δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι κινδυνεύει. Το χειρότερο για τον νυχτερίδα ήταν ότι τελειώνει το ντουμανάκι και το χειρότερο για τις σκορπίνες ήταν ότι το λυκόπουλο έπρεπε να το μοιραστούν. 
'Έλα που έχω αδυναμία στα λυκόπουλα. Λογικό ε;
Όμως, τι κάνει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις; Ή κάνει την πάπια ή κάνει τον λύκο και χιμαέι.
Η επιλογή που θα έκανα ήταν σαφής.
...Νυχτερίδα! Πάω να τον σώσω, λέω στο παρεάκι μου.
...Χα χα, γελάει, πρόσεχε, δαγκώνουν.
...Και εγώ δαγκώνω, του απαντάω και πηγαίνω προς το τρίο.
Πλησιάζοντας, η μία σκορπίνα με καταλαβαίνει.
...Βρε βρε. Ένας γέρος λύκος, μου πετάει. Πως και από εδώ; με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια.
Με αυτό τις το βλέμμα, μου κόπηκαν τα πόδια. Με τέτοιες ματιές σε παγιδεύουν οι σκορπιοί. Αυτή πίστευε πως και εγώ ήμουν ένα υποψήφιο θύμα. Απλά ήμουν γερόλυκος και δεν ήμουν για τα δόντια της. 
...Αν ο μικρός πάθει τίποτα θα έχεις να κάνεις μαζί μου φιλενάδα, της λέω απότομα.
...Σιγά ρε φίλε!!! Τι αγρίεμα είναι τούτο; απαντάει.
...Θα τις κλάσεις τα αρχίδια ρε κόπρε, χώνετε η φιλενάδα της.
Ακούγετε ένα σφύριγμα από το μπαρ που την κάνει να κοιτάξει κατά εκεί.
Ήταν η νυχτερίδα που σήκωνε το ποτό της κάνοντας “γεια μας” αλλά εννοώντας “τον νου σου σκορπίνα, είμαι και εγώ εδώ”
Όλα ήταν έτοιμα στο μπαρ για να γίνει της πουτάνας.
...Τι έγινε ρε παιδιά; πετάγεται το λυκόπουλο, τι τρέχει; συμπληρώνει.
...Τίποτα ρε φιλαράκι, του λέω, να! κάτι εκκρεμότητες από παλιά.
...Ναι! Κάτι από παλιά αγάπη μου, του λέει η σκορπίνα μου.
Η φιλενάδα της τον πιάνει από το μπράτσο και του λέει...
...Έλα, πάμε να με κεράσεις κάνα σφηνάκι, και απομακρύνονται.
Σώθηκε το μαγαζί, γιατί λίγο κόντεψε να γκρεμιστεί συθέμελα. Φανταστείτε έναν λυκάνθρωπο, ένα βαμπίρ και δύο σκορπιοανθρώπους να πλακώνονται. Δεν μένει τίποτα όρθιο.
...Λοιπόν; με ρωτάει.
...Αγάπη μου; την ρωτάω.
...Ναι! απαντάει.
...Μην τον χαλάσεις μόνο. Έχω αδυναμία στα λυκόπουλα. Λέω.
...Αντέχει, αποκρίνεται.
...Οκ τότε. Αν τον αγαπάς όντος, ξεζούμισε τον, λέω και απομακρύνομαι.
...Ε! Γερόλυκε! μου φωνάζει!
...Τι θες; γυρνάω.
...Τα λέμε!
...Τα λέμε! απαντάω και φεύγω.
Όσο γερνάω, τόσο μαθαίνω, είπα από μέσα μου και γύρισα στη Νυχτερίδα.
...Πάμε να σε κεράσω κάνα ποτό άλλου; την ρωτάω.
...Φύγαμε, μου απαντάει.
Και φύγαμε.
    Ήμουν πλέον ελαφρύς. Συνήθως όταν την λες σε σκορπιούς, ιδικά όταν είναι δύο μαζί, δεν το σκέφτονται και σου την πέφτουν για ξεπάστρεμα. Η φύση τους είναι τέτοια αλλά αυτές δεν το κάνανε. Άρα, γερασμένος ξε-γερασμένος, ακόμα με υπολογίζουν. Ακόμα περνάει η μπογιά μου. Δεν είμαι ακόμα για πέταμα...
Ένα μεγάλο βάρος είχα αφήσει πίσω μου, μέσα σε εκείνο το μπαρ.
...είμαι ακόμα ζωντανός...